Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ
Με Φάουστ του Γκαίτε και Ρενέ Ντεκάρτ, ολοκληρώθηκε ο 11ος Πανελλαδικός Μαθητικός Διαγωνισμός Φιλοσοφικού Δοκιμίου, που με επιτυχία και εφέτος διοργάνωσε το Τμήμα Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Πατρών. Το Σχολείο μου (Πρότυπο ΓΕ.Λ. Μυτιλήνης του Πανεπιστημίου Αιγαίου), με τις δύο φιναλίστ μαθήτριες, την Ευδοκία Κώτη (Β΄ Λυκείου) και την Μαρίτα Στεφανέλλη (Γ΄ Λυκείου), επάξια κατέκτησε δύο θέσεις στην τελική δεκαπεντάδα. Η Ευδοκία την 9η και η Μαρίτα την 7η θέση. Τα συγχαρητήριά μου από καρδιάς στις μαθήτριες και τις οικογένειές τους, που με κόπο και αμέριστη αγάπη στήριξαν την προσπάθειά τους. Συγχαρητήρια και στο σχολειό μας, που κι αυτό αθόρυβα εδώ και μια δεκαετία, με ενδιαφέρον και πολλή αγάπη αγκαλιάζει αυτόν τον Διαγωνισμό. Δεκάδες μαθητές και μαθήτριές μας, εδώ και δέκα χρόνια, έχουν συμμετάσχει σ’ αυτόν, με πολλές διακρίσεις και στην προκαταρτική και στην τελική φάση του. Αυτά για την παρουσία του σχολείου μου, ιδιαίτερα στην τοπική εκπαιδευτική κοινότητα, η οποία κάποιες φορές από ελάχιστες περιπτώσεις στελεχών της, αλλά και από ελάχιστους/ες συναδέλφους/σες, δεν έχουν χάνουν την ευκαιρία να λένε το γνωστό: «ότι λάμπει δεν είναι χρυσός», καυτηριάζοντας με αντισυναδελφικό τρόπο την παρουσία Προτύπων και Πειραματικών Σχολείων στην εκπαίδευσής μας.
Τέλος πάντων, ας αφήσω στην άκρη τέτοιες πικρίες. Έρχομαι τώρα στα πεπραγμένα της τελικής φάσης του εφετινού Διαγωνισμού. Όλα κύλησαν ομαλά και όμορφα, στην εξ αποστάσεως συμμετοχή των δεκαπέντε μαθητών / μαθητριών. Όμως, εκείνο που ιδιαίτερα με προβληματίζει είναι η αποτίμηση των γραπτών. Με προσοχή, αξίζει να τη διαβάσουμε. Και να βγάλουμε τα συμπεράσματά μας. Όχι μόνο για το μάθημα της Φιλοσοφίας αλλά για όλα τα μαθήματα! Παραθέτω το κείμενο όπως είναι δημοσιευμένο στο f/b του Διαγωνισμού:
«Ολοκληρώθηκε σήμερα ο 11ος Πανελλαδικός Μαθητικός Διαγωνισμός Φιλοσοφίας με ένα θέμα από τον Φάουστ, παρμένο από τον διάλογο του με την Μαργαρίτα:
“Πάνω εδώ δεν υψώνεται του ουρανού ο θόλος,
δεν βρίσκεται η γή εδώ κάτω μας στερεή;
Και δεν ανεβαίνουνε κοιτώντας φιλικά
αιώνια αστέρια στον ουρανό ψηλά;
Δεν σε κοιτάω εγώ στα μάτια
και δεν σου ορμούν τα πάντα όλα στο μυαλό και την καρδιά;
Και δεν υφαίνει αιωνίως μυστικά
ορατό, αόρατο εδωνά κοντά σου;
Γέμισε απ΄αυτό την καρδιά σου,
όσο μεγάλο κι αν είναι,
Κι όταν βρεθείς πέρα για πέρα μέσα στο αίσθημα μακάρια,
ονόμασέ το τότε, όπως θες,
ονόμασέ το ευδαιμονία! Καρδιά! Αγάπη! Θεό!
Εγώ δεν έχω όνομα
γι’ αυτό. Αίσθημα είναι τα πάντα,
τ’ όνομα είναι κούφιος ήχος και καπνός,
που τυλίγει σ’ ομίχλη την ουράνια φλόγα”,
Θερμά συγχαρητήρια στις νικήτριες και τους νικητές και σε όλες και όλους τους φιναλίστ! Και κάποιες σκέψεις για να τους ξεπροβοδίσουμε:
Αγαπητές μαθήτριες και αγαπητοί μαθητές που πήρατε μέρος στον τελικό του 11ου Πανελλαδικού Διαγωνισμού Φιλοσοφίας, επιτρέψτε μου να σας στείλω κάποιες σκέψεις μου που γεννήθηκαν μέσα από την ανάγνωση και αξιολόγηση των δοκιμίων σας, που ίσως σας βοηθήσουν στο μέλλον να αρθρώνετε καλύτερα τις φιλοσοφικές σας σκέψεις.
Όλες και όλοι εσείς που φτάσατε στον τελικό είχατε μελετήσει στη διάρκεια της χρονιάς αν όχι πολύ περισσότερα, τουλάχιστον τα κείμενα που είχαμε προτείνει ως βασική βιβλιογραφία, είχατε δουλέψει με τους καθηγητές σας και τέλος είχατε αναπτύξει ένα τρόπο του φιλοσοφικώς σκέπτεσθαι που προσδοκούσατε να μετατρέψει την τιμητική συμμετοχή σε μοναδική διάκριση.
Ήλθατε αντιμέτωποι κατά την παράδοση του θέματος με ένα κλασικό κείμενο της ευρωπαϊκής γραμματείας, τον Φάουστ του Γκαίτε, στο χωρίο όπου ο πρωταγωνιστής ανακηρύσσει το αίσθημα ως το κυρίαρχο στοιχείο της αντίληψης. Ο Φάουστ εκπροσωπεί τον αστό του τέλους του 18ου και των αρχών του 19ου αιώνα που αισθάνεται τη στέγνια της εγκύκλιας παιδείας του Διαφωτισμού και στρέφεται προς ένα μυστικισμό της αισθαντικής γνώσης, προς τον ερμητικό αποκρυφισμό του πάθους, προς την σφαίρα της συναισθηματικής πλήρωσης της ψυχής επέκεινα όμως της παραδοσιακής θρησκευτικότητας. Ο Φάουστ από πανεπιστήμων μετατρέπεται σε έναν εμπαθή εξουσιοθήρα σε μια απελπισμένη προσπάθεια εύρεσης της ταυτότητας του προσώπου και του νοήματος του βίου. Είναι το λυκαυγές του ρομαντισμού που θα σαρώσει την ευρωπαϊκή κοινωνία της εποχής, έως ότου καταλήξει να ορίσει το ύφος των τεχνών καθώς και το περιεχόμενο μιας φιλοσοφίας της ζωής, ενόσω ο θετικισμός θα κυριαρχεί στην επιστήμη, στη θεολογία, στην οικονομία, στο δίκαιο και στην πολιτική.
Δυστυχώς αυτή η προοπτική του θέματος που τέθηκε, δηλαδή η διάκριση θετικής γνώσης και μυστικιστικής συναισθηματοκρατίας, δεν έγινε αντιληπτή από εσάς κατά την ανάπτυξη της απάντησής σας. Στα καλύτερα γραπτά υπήρξε απλά η αναφορά στο ζήτημα της πλήρωσης της ύπαρξης και του αγώνα για την κατάκτησή της. Παρασυρθήκατε όμως οι περισσότεροι και ταυτίσατε το δίλημμα του Φάουστ με την διάκριση ανάμεσα στον Ορθολογισμό και τον Εμπειρισμό, πράγμα λανθασμένο, διότι και τα δυο αυτά ρεύματα συνθέτουν από κοινού μια πρώϊμη νεωτερική εποχή της γνωσιοθεωρίας, ήδη ανασυντεθειμένης από τον κλασικό καντιανό κριτικισμό, στον οποίο επίσης κάποιοι από εσάς φτάσατε να ρίξετε το βάρος της επιχειρηματολογίας σας. Το πραγματικό ερώτημα, πώς και αν η Φιλοσοφία μπορεί να αντισταθεί σε κάθε μυστηριακή μυθολογία έμεινε αναπάντητο!
Κατά τα άλλα θα είχα να παρατηρήσω ότι κάποιες τακτικές που διαφαίνονται μέσα στην γραπτή ανάπτυξη των σκέψεων των διαγωνιζομένων δεν θα έπρεπε να υποστηρίζονται. Πρώτα απ’ όλα είναι παντελώς λανθασμένη η συνήθεια, που επικρατεί δυστυχώς στην προετοιμασία κάθε τύπου εξέτασης, να αποστηθίζουμε εκ των προτέρων είτε πρωτότυπα κείμενα είτε αναλύσεις της βιβλιογραφίας και να τα αραδιάζουμε σαν να ήταν δικές μας σκέψεις. Ένα φιλοσοφικό δοκίμιο είναι άσκηση αυτογνωσίας, χαρά του να ανακαλύπτουμε τις αρετές της δικής μας σκέψης, προσπάθεια αυτοδύναμης εμβάθυνσης σε ερωτήματα κοινού ενδιαφέροντος, και τέλος εκφορά ενός λόγου μοναδικά προσωπικού σαν να αφήνουμε κάπου το πνευματικό μας αποτύπωμα. Η σοβαρή πρωτοτυπία του λόγου μας είναι ο καθρέφτης της νοητικής μας ισχύος.
Κατόπιν θα έπρεπε να επικεντρώνεται κανείς στο συγκεκριμένο θέμα που διαπραγματεύεται και να μην υπεκφεύγει μέσω μακροσκελών αναφορών στην ιστορία της φιλοσοφίας από τους προσωκρατικούς μέχρι τις μέρες μας. Ούτε πάλι να κάνει κατάχρηση φιλοσοφικών γνωμικών και αποσπασμάτων, ειδικά όταν οι πάμπολλες αναφορές δεν αφήνουν χώρο για έκθεση προσωπικών απόψεων, σαν να κρύβει κανείς το μικρό φιλοσοφικό του δέμας πίσω από τους γίγαντες του κλάδου. Sapere aude αλλά και scribere curet!
Αν λάβετε υπόψη σας όλα τα παραπάνω θα μπορέσετε να ξαναδιαβάσετε κριτικά το γραπτό σας και να αυτοβαθμολογηθείτε, δεσμευόμενοι να μην επαναλάβετε τα ίδια λάθη στο μέλλον. Το φιλοσοφείν απαιτεί βαθύτητα κατανόησης των ερωτημάτων, οξύνοια συνεκτικών επιχειρημάτων και εκφραστική ακρίβεια κατά την ανάπτυξη. Στοιχεία που κάνουν ένα δοκίμιο να διακρίνεται και να επαινείται!» [Μαθητικός Διαγωνισμός Φιλοσοφίας].
Ο προσεχτικός αναγνώστης, είμαι σίγουρος, πως μπορεί να διαπιστώσει θετικές και αρνητικές πτυχές της σκέψης του συντάκτη, διορθωτή, ελλογιμωτάτου καθηγητή. Εν τάχει καταγράφω πρώτα τις θετικές:
α) Συμφωνώ μαζί του γιατί σε ένα φιλοσοφικό δοκίμιο οφείλουμε να επιβραβεύουμε την αυτοδύναμη σκέψη και τον κριτικό στοχασμό. Θα 'λεγα και φιλοσοφικά επιχειρήματα· ας μην ξεχνάμε ότι ανέκαθεν οι φιλόσοφοι πρόβαλλαν επιχειρήματα και με αυτά υποστήριζαν τις θέσεις τους.
β) Συμφωνώ, επίσης, με την επισήμανσή του ότι συχνά ακολουθούμε εκείνη τη λανθασμένη τακτική όπου η «κατάχρηση φιλοσοφικών γνωμικών και αποσπασμάτων, ειδικά όταν οι πάμπολλες αναφορές δεν αφήνουν χώρο για έκθεση προσωπικών απόψεων, σαν να κρύβει κανείς το μικρό φιλοσοφικό του δέμας πίσω από τους γίγαντες του κλάδου». Όμως, αυτό δεν το κάνουν μόνο μαθητές και μαθήτριες, το κάνουν αρκετοί/ές φοιτητές και φοιτήτριες. Τα παραδείγματα είναι πάρα πολλά και στο χώρο των φιλοσοφικών σπουδών, προπτυχιακών, μεταπτυχιακών και διδακτορικών.
γ) Είναι σημαντικό να γίνεται αποτίμηση της συμμετοχής μαθητών και μαθητριών σε διαγωνισμούς, με ειλικρινή και τεκμηριωμένο λόγο. Λαμβάνοντας, βέβαια, υπ’ όψιν παιδαγωγικά δεδομένα όταν απευθυνόμαστε σε μαθητές και μαθήτριες, μακριά από στείρους διδακτισμούς.
Μέχρις εδώ, νομίζω, πως ουδείς μπορεί να διαφωνήσει. Είμαι σίγουρος, όμως, ότι θα διαφωνίσει, ως προς τον τρόπο και το ύφος που γράφει ο συντάκτης. Ελπίζω να το έχει κάνει άθελά του. Ξεχνά ότι απευθύνεται σε μαθητές και μαθήτριες, εφήβους και έφηβες που αγαπούν τη Φιλοσοφία, μάθημα που το εκπαιδευτικό μας σύστημα συχνά το υποτιμά, κυρίως στη Β΄ και Γ΄ Λυκείου. Οπότε, ο τρόπος και το ύφος του κειμένου θα ‘πρεπε να μην στερείται παιδαγωγικής ενσυναίσθησης. Έχω την ταπεινή γνώμη πως ο συντάκτης γράφει βάσει εκ της καθέδρας μοναξιάς του πανεπιστημιακού δασκάλου. Αγνοεί; (αδυνατώ να το πιστέψω) τι γίνεται εδώ και δεκαετίες στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση; Πως στον ερειπιώνα της, τον οποίο σχεδόν όλοι μας ζούμε και δυστυχώς μετέχουμε, γιατί έτσι συνηθίσαμε και βολευόμαστε, λείπει παντελώς το «sapere aude αλλά και scribere curet», σοφή απάντηση του Ιμμάνουελ Καντ όταν τον ρώτησαν: Τι είναι Διαφωτισμός; Δεν έχει διαπιστώσει ότι οι φοιτητές και οι φοιτήτριές του, στην πλειονότητά τους, μέχρι να πάρουν το πτυχιό τους ζουν κάτω από τον αστερισμό του παπαγαλίζειν, της «πνευματικής κοσνσέρβας» που ‘λεγε κι ο μακαρίτης Σαράντος Καργάκος; Ποιος μαθητής και ποια μαθήτρια, σήμερα, μαθαίνει πώς να μαθαίνει; Ποιος δάσκαλος σήμερα τολμά να διδάξει το μάθημά του πέραν του χρησιμοθηρικού τρόπου διδασκαλίας και να αξιολογήσει μαθητές και μαθήτριές του με τον επίσης χρησιμοθηρικό βαθμό – φούσκα (ο βαθμός σαν ένα μπαλόνι: το φουσκώνεις με test και διαγωνίσματα επί δύο τετράμηνα, το φορτώνεις με άγχος για το αν θα χρησιμεύσει στην εισαγωγή στο Πανεπιστήμιο, και στο τέλος το σπας, κάνει εκκωφαντικό θόρυθο, δείνει ένα βαθμό και η οποιαδήποτε γνώση, μετά από λίγο καιρό χάνεται στον αέρα). Τι, τελικά, επιβραβεύουμε στους μαθητές και τις μαθήτριές μας; Την “πνευματική κονσέρβα” ή την κριτική σκέψη και τον κριτικό αναστοχασμό; Αυτά είναι ζητούμενα (desideratum) εδώ και χρόνια στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση.
Διαλέγουμε, λοιπόν, και παίρνουμε. Η κατακλείδα του κειμένου: «sapere aude αλλά και scribere curet» πράγματι, είναι σοφή και καλώς ο συντάκτης την αναφέρει. Το ερώτημα, ωστόσο, καίριο: ποιος μαθητής και ποια μαθήτρια, σήμερα, σε αυτό το εκπαιδευτικό σύστημα, το οποίο ξαναλέω με ευλάβεια όλοι μας συντηρούμε και υπηρετούμε, τολμά να γνωρίσει και να γράψει; Και μη μου πει κανείς ότι γι’ αυτό ευθύνονται οι μαθητές και οι μαθήτριές μας. Γιατί την «πνευματική κονσέρβα» πρώτοι εμείς οι εκπαιδευτικοί δεν τολμάμε να την πετάξουμε στον κάλαθο των αχρήστων.
Και κάτι ακροτελεύτειο: γιατί παρασύρθηκαν οι μαθητές και οι μαθήτριες ταυτίζοντας «το δίλημμα του Φάουστ με τη διάκριση ανάμεσα στον Ορθολογισμό και τον Εμπειρισμό, πράγμα [όντως[1]] λανθασμένο, διότι και τα δυο αυτά ρεύματα συνθέτουν από κοινού μια πρώϊμη νεωτερική εποχή της γνωσιοθεωρίας, ήδη ανασυντεθειμένης από τον κλασικό καντιανό κριτικισμό». Διερωτώμαι ποιος μαθητής και ποια μαθήτρια μπορούσε να απαντήσει σ' αυτό το δίλημμα αφού ποτέ στη δωδεκάχρονη σχολική διαδρομή του διδάχθηκε τέτοια κείμενα, ούτε βέβαια, ποτέ υποψιάστηκε πως τα ιδεολογικά ρεύματα (φιλοσοφικά, ιστορικά, κοινωνικά, πολιτικά, θρησκευτικά) του Διαφωτισμού και του Ρωμαντισμού[2] υπήρξαν διαφορετικά μεταξύ τους.
Ίσως ήρθε το καιρός, επιτακτικά πια, να μιμηθούμε τον Πλάτωνα· σε κάθε σχολειό, στο κέντρο της εισόδου, με χρυσή επιγραφή να γραφεί η θεραπεία κάθε επιστήμης: «Αφιλοσόφητος μηδείς εισίτω μου την θύραν». Για να υπάρξει ελπίδα…
[1] Εντός της αγκύλης, δική μου η επισήμανση.
[2] Υιοθετώ τη γραφή του Κ. Θ. Δημαρά. (1985). Ελληνικός Ρωμαντισμός. Αθήνα: Ερμής.
Ε Π Ι Μ Υ Θ Ι Ο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου